ἐπικυΐσκομαι
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
become doubly pregnant, i.e. pregnant again before the first foetus is born, Hdt.3.108, Hp.Superf.1, Arist. GA773b28.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. ἐπικυέω.
Greek Monolingual
ἐπικυΐσκομαι (Α) κυώ
(για έγκυο) συλλαμβάνω νέο έμβρυο στη μήτρα.
Greek Monotonic
ἐπικυΐσκομαι: Παθ., εγκυμονώ, κυοφορώ εκ νέου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικῠΐσκομαι: (тж. ἐ. πάλιν Plut.) зачинать (второй плод) во время беременности (ὁ λαγὸς ἐπικυΐσκεται μοῦνον πάντων θηρίων Her.; τὰ πολυτόκα ἐπικυΐσκεται Arst.).