ἐπιμίσθιος
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἐπιμίσθιον, engaged for hire, χρηματισμός Dam. ap. Suid. s.v. Σεβηριανός, cf. Hsch. s.v. ἐπάρουρος (ἑπταμ- cod.):—pecul. fem. ἐπιμισθίς, ίδος, ἑταῖραι AP7.403 (Marc. Arg.).
German (Pape)
[Seite 963] um Lohn gedungen, Damasc. bei Suid. v. Σεβηριανός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμίσθιος: -ον, (μισθὸς) μισθωτός, ἐπὶ μισθῷ ἐργαζόμενος, κτλ., παρὰ Σουΐδ., ἐν λ. Σεβηριανός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπάρουρος: ― ἀνώμαλ. θηλ. ἐπιμισθίς, ίδος, ἑταίρα, πόρνη, Ἀνθ. Π. 7. 403.