ἐπάρουρος

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπᾰρουρος Medium diacritics: ἐπάρουρος Low diacritics: επάρουρος Capitals: ΕΠΑΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: epárouros Transliteration B: eparouros Transliteration C: eparouros Beta Code: e)pa/rouros

English (LSJ)

ἐπάρουρον, attached to the soil as a serf, βουλοίμην κ' ἐ. ἒὼν θητευέμεν ἄλλῳ Od.11.489.

German (Pape)

[Seite 905] auf dem Acker lebend, ein Landmann, bei Homer einmal, von einem ländlichen Tagelöhner, Odyss. 11, 489 βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ, ἀνδρὶ παρ' ἀκλήρῳ, ῳ μὴ βίοτος πολὺς εἴη, var. lect. κε πάρουρος, s. Scholl. u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 108. – Luc. d. mort. 15, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cultivateur.
Étymologie: ἐπί, ἄρουρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρουρος:землепашец, пахарь Hom., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρουρος: -ον, (ἄρουρα) «ὁ γῆν ἐργαζόμενος εἴτε καὶ ἁπλῶς ἐπίγειος» (Εὐστ.)· βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ Ὀδ. Λ. 489.

English (Autenrieth)

(ἄρουρα): bound to the soil (as a serf), Od. 11.489†.

Greek Monolingual

ἐπάρουρος, -ον (AM)
1. επίγειος
2. αυτός που εργάζεται στους αγρούς, δουλοπάροικος («βουλοίμην κ' ἐπάρουρος ἐὼν θητευέμεν ἄλλῳ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρουρα «χωράφι»].

Greek Monotonic

ἐπάρουρος: -ον (ἄρουρα), αυτός που είναι συνδεδεμένος με τη γη, όπως ο κολλίγος, ο δουλοπάροικος, ascriptus glebae, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπ-άρουρος, ον ἄρουρα
attached to the soil as a serf, ascriptus glebae, Od.