ἐπιμηλίς
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, (μῆλον)
A a kind of medlar, mespilus germanica, Dsc. 1.118; or pear, Pamphil. ap. Ath.3.82d, cf. Hsch.
II. = πόρπη, Id.
German (Pape)
[Seite 962] ίδος, ἠ, eine Mispelart, Diosc.; eine Birnenart, Ath. III, 82 d XIV, 650 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμηλίς: -ίδος, ἡ, (μῆλον) εἶδος μεσπίλου, «μεσπίλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν εἶδος ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ ἔνιοι ἐπιμηλίδα καλοῦσιν» Διοσκ. 1. 170· εἶδος ἀπιδίου, ἐπιμηλὶς δὲ καλεῖται, φησὶ Πάμφιλος, τῶν ἀπίων τι γένος Ἀθήν. 82D, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπιμηλίς, ἡ (Α)
1. πόρπη
2. είδος αχλαδιού
3. είδος «μεσπίλου», μούσμουλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηλίς (< μήλον (II) «μήλο»)].
Frisk Etymological English
See also: s. μῆλον