ἐπισυμβαίνω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10; τὰ ἐπισυμβαίνοντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15.
II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130.
2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυμβαίνω:
1 (непредвиденным образом, неожиданно) случаться, возникать или привходить Arst., Sext.;
2 (вслед за чем-л.) образовываться, рождаться Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.
Greek Monolingual
(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.