ἐριστέφανος

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστέφᾰνος Medium diacritics: ἐριστέφανος Low diacritics: εριστέφανος Capitals: ΕΡΙΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: eristéphanos Transliteration B: eristephanos Transliteration C: eristefanos Beta Code: e)riste/fanos

English (LSJ)

ἐριστέφανον, eminently crowned, epithet of Rhea, Rev.Ét. Gr.19.268 (Aphrodisias).

Greek Monolingual

ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)
αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.