ἐρυθραίνομαι

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek Monotonic

ἐρυθραίνομαι: Παθ., γίνομαι κόκκινος, αναψοκοκκινίζω, κοκκινίζω από ντροπή, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to become red, to blush, Xen.