ἐχθρικός
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
ἐχθρική, ἐχθρικόν, hostile, interpol. in Hermog.Id.1.8, cf. Astramps. Onir.1.
German (Pape)
[Seite 1125] vom Feinde, feindlich, Suid. v. ἄνθρακες.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἐχθρικῶν δὲ καὶ πολεμίων Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 239. 18· ἄνθραξι βαίνειν ἐχθρικὴν δηλοῖ βλάβην Ἀστραμψύχου Ὀνειροκρ. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐχθρικός, -ή, -όν) εχθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εχθρό ή προέρχεται από αυτόν («εχθρικός στρατός»)
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει έχθρα («εχθρική συμπεριφορά»).
επίρρ...
εχθρικώς και -ά
κατά τρόπο εχθρικό.
Translations
hostile
Albanian: armiqësor; Arabic: عَدَائِيّ; Belarusian: варожы, воражы; Bulgarian: вражески, неприятелски, враждебен; Catalan: hostil; Chinese Mandarin: 敵對的/敌对的, 懷敵意的/怀敌意的; Czech: nepřátelský; Dutch: vijandig; Esperanto: malamika; Finnish: vihamielinen; French: hostile; German: feindlich, feindselig; Greek: εχθρικός, δάϊος; Ancient Greek: πολέμιος, ἐχθρός, ἐναντίος, δυσμενής, ὑπεναντίος, ἀνάρσιος, παλίγκοτος; Hungarian: ellenséges; Japanese: 敵の, 敵対的な; Kazakh: ғадауатты; Korean: 적대적인; Latin: hostilis, alienus; Macedonian: непријателски; Norwegian Bokmål: fiendtlig; Nynorsk: fiendtleg; Occitan: ostil; Old English: fēondlīċ; Plautdietsch: fientlich; Polish: wrogi; Portuguese: hostil; Quechua: awqa; Romanian: ostil; Russian: враждебный, вражеский, неприятельский; Scottish Gaelic: nàimhdeach, nàimhdeil, eucairdeach; Serbo-Croatian Cyrillic: непријатѐљскӣ; Roman: neprijatèljskī; Slovak: nepriateľský; Slovene: sovražen; Spanish: hostil; Swedish: fientlig; Ukrainian: ворожий