ἑκατογκέφαλος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἑκατογκέφαλον, = ἑκατογκεφάλας (hundred-headed), E. HF 883 (anap.).
Spanish (DGE)
(ἑκᾰτογκέφᾰλος) -ον
de cien cabezas Γοργὼν ἑκατογκεφάλοις ὄφεων ἰαχήμασι E.HF 883, ὕδρα E.HF 1188, ἔχιδνα Ar.Ra.473.
German (Pape)
[Seite 752] hundertköpfig; ὄφεις Eur. Herc. Fur. 882; ὕδρα 1188; ἔχιδνα Ar. Ran. 473.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατογκέφᾰλος: стоглавый (ὕδρα Eur.; ἔχιδνα Arph.): ἑκατογκέφαλα ὄφεων ἰαχήματα Eur. шипение стоглавых (или сотен) змей.