ἑκτεύς

From LSJ

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκτεύς Medium diacritics: ἑκτεύς Low diacritics: εκτεύς Capitals: ΕΚΤΕΥΣ
Transliteration A: hekteús Transliteration B: hekteus Transliteration C: ekteys Beta Code: e(kteu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (ἕκτος) the sixth part (sextarius) of the μέδιμνος, πυρῶν, κριθέων, Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf.IG12.76.6, Ar.Ec. 547, Men.91.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
metrol. hecteo, sexto medida ática para áridos, sexta parte del medimno πυρῶν Milet 1(3).31a.9 (VI a.C.), Ar.Ec.547, κριθέων Milet l.c., cf. IG 13.78.6 (V a.C.), ἀλφίτων SEG 50.168A.45 (Maratón IV a.C.), cf. Men.Fr.93, Poll.1.246.

German (Pape)

[Seite 781] ὁ, der sechste Teil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
setier, mesure att. pour les matières sèches valant 32 cotyles ou un sixième de médimne.
Étymologie: ἕκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑκτεύς: [ἕξ] ὁ гектей (1/6 медимна, приблиз. 8.75 л) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκτεύς: έως, ὁ (ἕκτος) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.

Greek Monolingual

ἑκτεύς, ο (Α)
μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο του μεδίμνου.