ἑλλεβορισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, treatment with hellebore, Hp.Ep. 21.
German (Pape)
[Seite 800] ὁ, Nieswurzkur, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλεβορισμός: ὁ, ἡ δι’ ἑλλεβόρου θεραπεία, Ἱππ. 1287. 26.
Greek Monolingual
ἑλλεβορισμός, ο (Α)
θεραπεία με ελλέβορο.