ἑξάχρονος
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ἑξάχρονον, of six times, (πούς) Heph.3.2, cf. Procl. in Prm. p.990S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑξάχρονος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἓξ χρόνων (βραχέων), ὡς π.χ. ὁ μολοσσός, Ἡφαιστ. 3. 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἑξάχρονος, -ον)
1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι ετών
2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από έξι βραχύχρονες συλλαβές
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάχρονον
χρονικό διάστημα έξι ετών.