ἑπταπάλαιστος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[πᾰ], ον, seven palms long, S.E.M.9.321:—early Att. ἑπταπάλαστος IG12.373.237.
German (Pape)
[Seite 1013] von sieben Handbreiten, S. Emp. adv. phys. 321.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰπάλαιστος: длиной в семь палест, т. е. 5.4 м Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταπάλαιστος: -ον, ἔχων μῆκος ἑπτὰ παλαιστῶν (παλαμῶν), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 321.
Greek Monolingual
ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].