ἔμφροντις

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμφροντις Medium diacritics: ἔμφροντις Low diacritics: έμφροντις Capitals: ΕΜΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: émphrontis Transliteration B: emphrontis Transliteration C: emfrontis Beta Code: e)/mfrontis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ, anxious, Them.Or.18.219b, Sch.Od.13.421.

Spanish (DGE)

-ιδος
1 pendiente de algo, preocupado Leo Mag.Ep. en ACO 2.1.2 (p.47.8), Olymp.Iob 140.22 (var.), c. constr. prep. πρὸς ἐπιμέλειαν σώματος ἔ. Ephr.Syr.3.181B, c. or. subord. οὐδὲ ὁ νοῦς ἔ. ἐστιν ὁπόθεν τὸ χρύσιον πλεῖον ἔσται σοι ni a tu mente le preocupa de dónde obtendrás más oro Them.Or.18.219b, ἔ. ἦν ... τίνα ἂν ἀναδείξειε ... βασιλέα Socr.Sch.HE 7.24.1, glos. a ἐνθύμιος Sch.Od.13.421.
2 atento, perspicaz de Ulises, Eust.1791.58.

German (Pape)

[Seite 820] ιδος, in Sorge, Sp.; Schol. Od. 13, 421 erkl. so ἐνθύμιος, vgl. Lob. Phryn. 514.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, πλήρης φροντίδων, ἀνήσυχος, Θεμίστ. 219Β.

Greek Monolingual

-ι (AM ἔμφροντις, -ι)
αυτός που κατέχεται από φροντίδες, ο ανήσυχος από τις φροντίδες, περίφροντις.