ἕρμασις
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἑρμάζω) supporting, Erot. s.v. ἥρμοσται: Dor. ἕρμασσις, αὐλῶν IG4.823.41 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 1032] ἡ, = ἑρμασμός, Erot.
Greek (Liddell-Scott)
ἕρμασις: -εως, ἡ, (ἑρμάζω) = τῷ ἑπομ., Ἐρωτιαν. σ. 174: ― ἕρμασσις ἐν Ἐπιγρ. Τροιζῆνος, L. et. F. 157a.
Greek Monolingual
ἕρμασις, δωρ. τ. ἕρμασσις ἡ (Α) ερμάζω
η υποστήριξη, η στερέωση.