ἠλεὸς

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἠλεὸς: -ή, -όν, (ἄλη, ἀλάομαι) πεπλανημένος, ἄφρων, ἠλίθιος, φρένας ἠλεὲ Ὀδ. Β. 243∙ ὡσαύτως ἐν τῶ κατ’ ἀποκοπ. τύπῳ φρένας ἠλὲ (ὡς μέλε ἀντί μέλεε παρ’ Ἀττ.), Ἰλ. Ο. 128∙ ἠλεὰ ρέξας Καλλ. Ἀποσπ. 174, πρβλ. 173∙ ὡσαύτως ἠλεὰ ὡς ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Ἀνθ. Π. 7. 639. 2) ἐνεργ., ἐπιφέρων μαγίαν, διαταράττων τὰς φρένας, οἶνος Ὀδ. Ξ. 464. ΙΙ. ἕτερος τύπος ἀλεὸς (ᾶ, ὡς φαίνεται) μνημονευόμενος ὑπὸ τοῦ Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. 4. 19, ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ μάταιος ἐν Ε. Μ. 59. 45∙ οὕτως, «ἀλεόφρων, ὁ παράφρων» αὐτόθι∙ ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει «ἀλαιὸς (δηλ. ἀλεός), ὁ παλαιός ἄφρων, Αἰσχύλος», (πρβλ. Σχολ. Ἀριστοφ. Λυσ. 987)∙ καὶ τὸ ῥῆμᾳ «ἀλεώσσειν, μωραίνειν».