ἠρεμότης
From LSJ
English (LSJ)
-ητος, ἡ, = ἠρεμία, ψυχῆς Cleonid.Harm.13.
German (Pape)
[Seite 1175] ητος, ἡ, die Ruhe, Euclid. harm.
Greek (Liddell-Scott)
ἠρεμότης: -ητος, ἡ, = ἠρεμία, Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμονικ. σ. 21 Meib.
Full diacritics: ἠρεμότης | Medium diacritics: ἠρεμότης | Low diacritics: ηρεμότης | Capitals: ΗΡΕΜΟΤΗΣ |
Transliteration A: ēremótēs | Transliteration B: ēremotēs | Transliteration C: iremotis | Beta Code: h)remo/ths |
-ητος, ἡ, = ἠρεμία, ψυχῆς Cleonid.Harm.13.
[Seite 1175] ητος, ἡ, die Ruhe, Euclid. harm.
ἠρεμότης: -ητος, ἡ, = ἠρεμία, Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμονικ. σ. 21 Meib.