ἠχητικός

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχητικός Medium diacritics: ἠχητικός Low diacritics: ηχητικός Capitals: ΗΧΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchētikós Transliteration B: ēchētikos Transliteration C: ichitikos Beta Code: h)xhtiko/s

English (LSJ)

ἠχητική, ἠχητικόν, sounding, ringing, Diom.p.497 K., Simp.in de An.142.17, al., Eust.918.19; Glossaria on βύκτης, EM216.50. Adv. ἠχητικῶς Hsch. s.v. καναχηδά.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Schol. Aesch. Ch. 150 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχητικός: -ή, -όν, ἠχῶν, ἦχον παράγων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τοῦτο, Ε. Μ. 216. 50. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. καναχηδά.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠχητικός, -ή, -όν ηχώ
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, ηχογόνος («ηχητικά κύματα»)
νεοελλ.
1. αυτός που ενισχύει τον παραγόμενο ήχο («ηχητικό κιβώτιο»)
2. αυτός που γίνεται με τη βοήθεια του ήχου («ηχητική βυθομέτρηση» — η μέτρηση του βάθους του βυθού τών θαλασσών με την ηχητική μέθοδο)
3. φρ. «ηχητικά σήματα» — σήματα που παράγονται και μεταδίδονται με διάφορες ηχογόνες συσκευές.
επίρρ...
ηχητικώς και -ά (AM ἠχητικῶς)
με χρησιμοποίηση του ήχου.