ἡδύστομος
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
English (LSJ)
jocosus, Glossaria.
Greek Monolingual
ἡδύστομος, -ον (Α)
ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί-στομος, μεγαλό-στομος].