ἡμικραίπαλος

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source

German (Pape)

[Seite 1168] halb berauscht, Sp.

Greek Monolingual

ἡμικραίπαλος, -ον (Μ)
αυτός που βρίσκεται σχεδόν σε κραιπάλη, ο μισομεθυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κραιπάλη.