ἰδιαστής
From LSJ
English (LSJ)
ἰδιαστοῦ, ὁ, recluse, D.L.1.25.
German (Pape)
[Seite 1236] ὁ, abgesondert für stch lebend, D. L. 1, 25.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιαστής: οῦ (ῐδ) ὁ живущий отдельно, отшельник (μονήρης καὶ ἰ. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κατ’ ἰδίαν ζῶν, ἀναχωρητής, ἡσυχαστής, Διογ. Λ. 1. 25, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3. 482Β.
Greek Monolingual
ἰδιαστής, ὁ (Α) ιδιάζω
ο ησυχαστής, ο αναχωρητής.