ἰπνευτής

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰπνευτής Medium diacritics: ἰπνευτής Low diacritics: ιπνευτής Capitals: ΙΠΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ipneutḗs Transliteration B: ipneutēs Transliteration C: ipneftis Beta Code: i)pneuth/s

English (LSJ)

ἰπνευτοῦ, ὁ, = furnarius, Glossaria; prob. for ἰπνίτης in AP6.299 (Phan.).

Greek Monolingual

ἰπνευτής, ὁ (Α) ιπνεύω
αυτός που ξηραίνει ή ψήνει κάτι σε κλίβανο, σε φούρνο, ο φούρναρης.