ἰσοπτυχής
From LSJ
κακῶν θάλατταν ὁ κακὸς ἄνθρωπος φέρει → the evil man brings a sea of evils
English (LSJ)
ἰσοπτυχές, with similar folds, χιτώνιον IG22.1518.82,84.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπτυχής: -ές, ἔχων ἴσας πτυχάς, ἰσοπτυχές χιτώνιον Ἐπίγρ. Ἀθηνῶν, Rang. Ant. hell. 865· - ἰσοπτυχὴς (θηλ.) αὐτόθι 802.
Greek Monolingual
ἰσοπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίσες πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακοπτυχής, περιπτυχής].