ἰσχέθυρον

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχέθῠρον Medium diacritics: ἰσχέθυρον Low diacritics: ισχέθυρον Capitals: ΙΣΧΕΘΥΡΟΝ
Transliteration A: ischéthyron Transliteration B: ischethyron Transliteration C: ischethyron Beta Code: i)sxe/quron

English (LSJ)

τό, perhaps frame of a window, IG11(2).165.10, al. (Delos, iii B.C.).

Greek Monolingual

ἰσχέθυρον, τὸ (Α)
το πλαίσιο παραθύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε-, τ., στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά-θυρον, υπέρ-θυρον].