ἱππονομεύς
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
-έως, ὁ, horse-keeper, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, Pferdehirt.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππονομεύς: έως, ὁ, ὁ βόσκων ἵππους, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἱππονομεύς, -έως, ὁ (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, αλογοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + νομεύς (< νομή < νέμω)].