αλογοβοσκός

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source

Greek Monolingual

ο
βοσκός αλόγων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άλογο + βοσκός.