Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: ἴανθος | Medium diacritics: ἴανθος | Low diacritics: ίανθος | Capitals: ΙΑΝΘΟΣ |
Transliteration A: íanthos | Transliteration B: ianthos | Transliteration C: ianthos | Beta Code: i)/anqos |
ὁ, = ἴον.
[Seite 1233] ὁ (vielleicht aus ἴον u. ἄνθος zusggstzt), Hesych. erkl. ἄνθος, χρῶμά τι πορφυροειδές.
το (ΑΜ ἴανθος)
τα άνθη του φυτού ίον, βιολέτα ή μενεξές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιάνθινος].