ἴλλωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, distortion, ὀφθαλμῶν Hp.Prorrh.1.69, cf. Aret.SD1.7.
German (Pape)
[Seite 1251] ἡ, das Verdrehen der Augen, Schielen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλλωσις: -εως, ἡ, διαστροφή, ὀφθαλμῶν Ἱππ. 72Ε, 168Η, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7.
Greek Monolingual
ἴλλωσις, -ώσεως, ἡ (Α)
αλληθώρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλόω, -ῶ < ἰλλός.