ἴσανδρος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσανδρος Medium diacritics: ἴσανδρος Low diacritics: ίσανδρος Capitals: ΙΣΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: ísandros Transliteration B: isandros Transliteration C: isandros Beta Code: i)/sandros

English (LSJ)

ἴσανδρον, (ἀνήρ) like a man, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1263] manngleich, Erkl. von ἀντιάνειρα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἴσος ἀνδρί, ὅμοιος πρὸς ἄνδρα, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντιάνειραι.

Greek Monolingual

ἴσανδρος, -ον (Α)
ίσος ή όμοιος με άνδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτανδρος, πολύανδρος].