ἴτην

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ duel impf. ou ao. de εἶμι.

English (Autenrieth)

see εἶμι.

Greek Monotonic

ἴτην: γʹ δυϊκ. του εἶμι (ibo).

Russian (Dvoretsky)

ἴτην: эп. 3 л. dual. impf. к εἶμι.