χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
3ᵉ duel impf. ou ao. de εἶμι.
see εἶμι.
ἴτην: γʹ δυϊκ. του εἶμι (ibo).
ἴτην: эп. 3 л. dual. impf. к εἶμι.