ὀλεῖ
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὀλεῖται, v. ὄλλυμι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. f. de ὄλλυμι;
2ᵉ sg. f. Moy. att. de ὄλλυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὀλεῖ:
1 3 л. sing. fut. к ὄλλυμι;
2 2 л. sing. fut. med. к ὄλλυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλεῖ: ὀλεῖται, ἴδε ἐν λέξ. ὄλλυμι.
Greek Monotonic
ὀλεῖ: ὀλεῖται, βʹ και γʹ ενικ. μέλ. του ὄλλυμι.