Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλιγωφελής

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγωφελής Medium diacritics: ὀλιγωφελής Low diacritics: ολιγωφελής Capitals: ΟΛΙΓΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: oligōphelḗs Transliteration B: oligōphelēs Transliteration C: oligofelis Beta Code: o)ligwfelh/s

English (LSJ)

ὀλιγωφελές, (ὄφελος) of little use, S.E.M.1.296: Comp., Herod. Med. ap. Orib.8.3.3.

German (Pape)

[Seite 322] ές, wenig helfend, S. Emp. adv. eth. 132.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγωφελής: мало полезный, оказывающий незначительную помощь Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγωφελής: -ές, ὁ ὀλίγον ὠφελῶν, Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 1. 296.

Greek Monolingual

ὀλιγωφελής, -ές (Α)
αυτός που ωφελεί λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ὀλιγ((ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ωφελής (< ὄφελος), πρβλ. κοιν-ωφελής. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].