ὀλιγόπνους
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὀλιγόπνουν, scant of breath, Hsch. s.v. ἀζαλές.
German (Pape)
[Seite 321] wenig athmend, Hesych. v. ἀζαλής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλιγόπνους: ουν, ὁ ἔχων ὀλίγην πνοήν, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀλιγόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει λίγη, ασθενή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πνοος / -πνους (< πνοή), πρβλ. ευθύπνους].