ὀνάγρινος

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνάγρῐνος Medium diacritics: ὀνάγρινος Low diacritics: ονάγρινος Capitals: ΟΝΑΓΡΙΝΟΣ
Transliteration A: onágrinos Transliteration B: onagrinos Transliteration C: onagrinos Beta Code: o)na/grinos

English (LSJ)

η, ον, like a wild ass, of the colour of a garment, ὑποζώνη BGU717.10 (ii A. D.), cf. Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 344] den wilden Esel betreffend, Poll. 7, 56 von einer Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάγρῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.

Greek Monolingual

ὀνάγρινος, -ίνη, -ον (Α) όναγρος
(ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῦν ὀνάγρινον», Πολυδ.).