ὀνοματογραφία

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτογρᾰφία Medium diacritics: ὀνοματογραφία Low diacritics: ονοματογραφία Capitals: ΟΝΟΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: onomatographía Transliteration B: onomatographia Transliteration C: onomatografia Beta Code: o)nomatografi/a

English (LSJ)

ἡ, writing of names, LXX 1 Es.6.12, S.E.M.11.67.

German (Pape)

[Seite 349] ἡ, das Schreiben des Namens, S. Emp. adv. eth. 67.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτογρᾰφία:записывание имен Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτογρᾰφία: ἡ, τὸ γράφειν ὀνόματα, Ἑβδ. (Α΄ Ἔσδρ. Ϛ΄, 12), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 67· ― ὀνομᾰτογράφος, ον, ὁ γράφων ἢ ἐπιγράφων ὀνόματα, Τζέτζ. ἐν Κραμήσου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 62, 2.

Greek Monolingual

ὀνοματογραφία, ἡ (Α)
1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο
2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία].