ὀξυδερκία
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἡ, sharp-sightedness, αἰσθήσεων Epicur.Nat.28Fr.6, cf. Apollod. 3.10.3, Gal.14.241, Alex.Aphr.in Top.258.17, etc.: Ion. ὀξυδερκείη Democr.119.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, = ὀξυδέρκεια, Apollod. 3, 10, 2.
Greek Monolingual
ὀξυδεκρία και ὀξυδορκία και ιων. τ. ὀξυδερκείη και ὀξυδερκίη, ἡ (Α) οξυδερκής
οξυδέρκεια, οξεία όραση.