ὀξυδέρκεια

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, Scharfsichtigkeit, scharfes Gesicht, Schol. Nic. Th. 34 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξυδέρκεια: καὶ ὀξῠδερκία, ἡ, ὀξεῖα ὅρασις, Γαλην., κλ.· Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 576.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυδέρκεια) οξυδερκής
η οξύτητα της όρασης, η οξεία όραση
νεοελλ.
μεγάλη ικανότητα αντίληψης τών πραγμάτων, οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνοια, διορατικότητα.