ὀπαδῶ

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, ὀπηδέω (Α) οπηδός
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύωΕὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῖ», Καλλ.).