ὀρθοστάδιος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
German (Pape)
[Seite 376] χιτών, ein loses Untergewand, das nicht gegürtet wurde, sondern grade herabhing und unten aufstieß; tunica recta; auch τὸ ὀρθοστάδιον, Ar. Lys. 45; D. C. 63, 17; vgl. Phryn. 238.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀρθοστάδιος, -ον)
νεοελλ.
ειδικός μανδύας για τους φρενοπαθείς, ζουρλομανδύας
μσν.-αρχ.
φρ. «ὀρθοστάδιος χιτών» — το ορθοστάδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδιος «σταθερός, ευσταθής» (< ἵστημι)].