ὀριγανίτης

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνίτης Medium diacritics: ὀριγανίτης Low diacritics: οριγανίτης Capitals: ΟΡΙΓΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: origanítēs Transliteration B: origanitēs Transliteration C: origanitis Beta Code: o)rigani/ths

English (LSJ)

[νῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.

German (Pape)

[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.

Greek Monolingual

ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμίτης)].