ὀσφρόμενος
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.
Greek Monotonic
ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.