ὁλοκαυτόω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

German (Pape)

[Seite 325] = ὁλοκαυτέω; ὡλοκαύτωσαν τοὺς ταύρους, Xen. Cyr. 8, 2, 24; Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ὡλοκαύτωσα;
v. ὁλοκαυτέω.

Russian (Dvoretsky)

ὁλοκαυτόω: (о жертвенном животном) сжигать полностью (ταῦρον Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοκαυτόω: ὁλοκαύτωμα, ὁλοκαύτωσις, ἴδε ἐν λέξει ὁλοκαυτέω.

Greek Monotonic

ὁλοκαυτόω: μέλ. -ώσω, = το προηγ., σε Ξεν.