ὁσῶραι

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

German (Pape)

[Seite 401] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσῶραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε ὁσημέραι.

Greek Monolingual

ὁσῶραι (Μ)
κάθε ώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅσαι ὧραι (πρβλ. οσημέραι)].