ὄρεσφι
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.
French (Bailly abrégé)
dat. pl. épq. de ὄρος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρεσφι: (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к ὄρος.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.
English (Autenrieth)
see ὄρος.
Greek Monotonic
ὄρεσφι: -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.