ὑπέρσχῃ

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source

English (Autenrieth)

see ὑπερέχω.

Greek Monotonic

ὑπέρσχῃ: -σχοι, γʹ ενικ. υποτ. και ευκτ. αόρ. βʹ του ὑπερέχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρσχῃ: эп. 3 л. sing. aor. 2 conjct. к ὑπερέχω.