ὑπεκδύνω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 1185] = ὑπεκδύομαι, ὑπεξέδυνε δικτύον Babr. 4, 4.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπεκδύομαι.
Greek Monolingual
Α
βλ. ὑπεκδύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκδύνω: Babr. = ὑπεκδύομαι.