ὑπερτερίη

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. ὑπερτερία.

English (Autenrieth)

upper part, awning, wagon-cover, Od. 6.70†.