ὑπερτερία
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Ion. ὑπερτερίη, ἡ,
A the upper part of a carriage or body of a carriage, opp. to the axle and wheels, Od.6.70, IG12.313.114, al., Pl.Tht.207a.
II preeminence, Thgn.418.
III = ὑπερηφανία, Hsch.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1202] ἡ, ion. ὑπερτερίη, 1) das Obere, der obere Teil; Od. 6, 70 ἀπήνην ὑπερτερίη ἀραρυῖαν, Obergestell des Wagens, der Wagenkorb; Plat. Theaet. 207 a; von den Alten durch πλινθίς erklärt, wie Eutecn. paraphr. Opp. Cyn. 1, 530. – 2) das Darübersein, der Vorzug. – Auch wie ὑπερηφανία, Übermuth, Theogn. 148, nach Hesych. Erklärung.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
partie supérieure d'une chose, particul. le dessus d'une voiture, d'un char.
Étymologie: ὑπέρτερος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτερία: эп. ὑπερτερίη ἡ верхняя часть (повозки), кузов Hom., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτερία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀνώτερον μέρος ἢ τὸ σῶμα ἁμάξης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατώτερον τὸ συγκείμενον ἐκ τοῦ ἄξονος καὶ τῶν τροχῶν, Ὀδ. Ζ. 70, Πλάτ. Θεαίτ. 207Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἄνωθεν τῆς ἁμάξης ἐπιτιθέμενον», καὶ κατὰ Πολυδ. Α΄, 144 «τὸ δὲ ὅλον ἐπίθημα (δηλ. τοῦ ἅρματος) καλεῖται ὑπερτερία», ἴδε καὶ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 70 Εὐστ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. τὸ ὑπερέχειν, ὑπέρτερον εἶναι, ὑπεροχή, Θέογν. 418. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, «ὑπερτερίῃσι· νεωτερισμοῖς. ὑπερηφανίαις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. ὑπερτερίη Α ὑπέρτερος
1. το τετράγωνο σανίδωμα, η ανώτερη επιφάνεια μιας άμαξας, όπου τοποθετούνται τα φορτία, σε αντιδιαστολή προς το τμήμα που αποτελείται από τον άξονα και τους τροχούς
2. υπεροχή
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερτερίησι
νεωτερισμοῖς
ὑπερηφανίαις».
Greek Monotonic
ὑπερτερία: Ιων. -ίη, ἡ, το επάνω μέρος ή το σκαρί μιας άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὑπερτερία, ἡ,
the upper part or body of a carriage, Od. [from ὑπέρτερος
English (Woodhouse)
Translations
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство