ὑποβάκχειος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ὁ (sc. πούς),
A the metrical foot, D.H.Comp.17, Choerob.in Heph.p.216C.
2 the foot, ib.p.218 C.
German (Pape)
[Seite 1210] ὁ, in der Metrik Benennung des Versfußes (‿ – –), der auch Βακχεῖος u. bei Anderen Παλιμβάκχειος heißt, D. Hal. u. Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ὑποβάκχειος: ὁ (sc. πούς) стих. гипобакхическая стопа (∪‒‒).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποβάκχειος: ὁ, ἴδε Βάκχειος ΙΙ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(μετρ.)
1. ονομασία του μετρικού ποδός ∪--
2. ονομασία του ποδός -∪∪-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + Βακχεῖος].