ὑποβάκχειος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβάκχειος Medium diacritics: ὑποβάκχειος Low diacritics: υποβάκχειος Capitals: ΥΠΟΒΑΚΧΕΙΟΣ
Transliteration A: hypobákcheios Transliteration B: hypobakcheios Transliteration C: ypovakcheios Beta Code: u(poba/kxeios

English (LSJ)

ὁ (sc. πούς),
A the metrical foot, D.H.Comp.17, Choerob.in Heph.p.216C.
2 the foot, ib.p.218 C.

German (Pape)

[Seite 1210] ὁ, in der Metrik Benennung des Versfußes (‿ – –), der auch Βακχεῖος u. bei Anderen Παλιμβάκχειος heißt, D. Hal. u. Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ὑποβάκχειος: ὁ (sc. πούς) стих. гипобакхическая стопа (∪‒‒).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβάκχειος: ὁ, ἴδε Βάκχειος ΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(μετρ.)
1. ονομασία του μετρικού ποδός ∪--
2. ονομασία του ποδός -∪∪-.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + Βακχεῖος].