ὑπουργηματικός
From LSJ
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
English (LSJ)
ὑπουργηματική, ὑπουργηματικόν, making use of such service, Sch.D.T.p.111 H.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουργηματικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὑπούργημα, Ἀν. Βεκ. 653.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ὑπούργημα, -ατος]
αυτός που αναφέρεται σε υπούργημα, σε εξυπηρέτηση.