ὑπουργηματικός

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπουργημᾰτικός Medium diacritics: ὑπουργηματικός Low diacritics: υπουργηματικός Capitals: ΥΠΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypourgēmatikós Transliteration B: hypourgēmatikos Transliteration C: ypourgimatikos Beta Code: u(pourghmatiko/s

English (LSJ)

ὑπουργηματική, ὑπουργηματικόν, making use of such service, Sch.D.T.p.111 H.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργηματικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὑπούργημα, Ἀν. Βεκ. 653.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπούργημα, -ατος]
αυτός που αναφέρεται σε υπούργημα, σε εξυπηρέτηση.